- τρίμακαρ
- τρί-μακαρ, αρος, dreimal selig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριμάκαιρα — ἡ, Α (ποιητ. θηλ. τού αρσ. τριμάκαρ) η τρεις φορές μακάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάκαιρα, θηλ. τού μάκαρ «ευτυχής»] … Dictionary of Greek